γερόντισσα

γερόντισσα
η
βλ. γέροντας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γερόντισσα — η θηλ.του γέροντας,η γριά: Βοήθησα μια γερόντισσα να διασχίσει το δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • ГАВРИИЛИЯ — (греч. Γαβριηλία γερόντισσα, в миру Аврилия Папаянни; 2.10.1897, К поль 28.03.1992, о в Лерос, Греция), старица. Род. в богатой семье, в 1923 г. после учебы в агротехнической школе в Швейцарии поступила в качестве слушательницы на философский фак …   Православная энциклопедия

  • Гавриилия (Папаянни) — Геронтисса Гавриилия (греч. Γαβριηλία ϒερόντισσα, в миру Аврилия Папаянни; 2 октября 1897, Константинополь 28 марта 1992, остров Лерос, Греция) известный православный греческий физиотерапевт, миссионер, схимонахиня, старица, всю свою жизнь… …   Википедия

  • καλογραύς — καλογραῡς, ἡ (Α) σεβάσμια ηλικιωμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γραῡς «γερόντισσα»] …   Dictionary of Greek

  • καλογριά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 252 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στην ακτή του Ιονίου πελάγους, 46 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαρισσού. * * * και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῑα) η… …   Dictionary of Greek

  • νόνα — (I) και νόννα, η (Μ νόννα) νεοελλ. η μητέρα τού πατέρα ή τής μητέρας, η γιαγιά μσν. προσωνυμία που απονέμονταν σε μοναχές, «γερόντισσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nonna < λατ. nonna «μοναχή»]. (II) η ιατρ. μορφή ληθαργικής εγκεφαλίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ξαναμωραίνω — 1. κάνω κάποιον να γίνει πάλι μωρό 2. (συν. το μέσ.) ξαναμωραίνομαι (για γέροντα ή γερόντισσα) κάνω ή λέγω ανοησίες, ξεκουτιαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • προεστός — ο, θηλ. προεστή / προεστώς, ῶσα, ώς, ΝΜΑ νεοελλ. 1. κοινοτικός άρχοντας επί τουρκοκρατίας, πρόκριτος 2. γέροντας, γερόντισσα, σεβαστός, σεβαστή νεοελλ. μσν. προσηγορία επισκόπου, ηγουμένου ή πρωθιερέα αρχ. αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προεστώς… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”